συναγωγή

συναγωγή
Όρος συγγενής με τον όρο «ναός» που υποδηλώνει τον τόπο της ιουδαϊκής λατρείας. Η σ. δεν πρέπει να συγχέεται με τον Ναό της Ιερουσαλήμ, που ήταν μοναδικός στο Ισραήλ και προορισμένος για τις αιματηρές θυσίες και που καταστράφηκε για τελευταία φορά το 70 μ.Χ. Η σ. ως θεσμός χρονολογείται από την εποχή της Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας, όταν, επειδή είχε καταστεί αδύνατη η προσφορά θυσιών εξαιτίας της καταστροφής του πρώτου Ναού το 586 π.Χ., η λατρεία συνίστατο μόνο στην ανάγνωση του λόγου του θεού και στην απάντηση σ’ αυτόν με την προσευχή. Η σ. επέζησε όμως και μετά την ανοικοδόμηση του Ναού ως θρησκευτικό κέντρο, που, αφού απελευθερώθηκε από τις εξωτερικές μορφές θυσιαστικής λατρείας, οι οποίες ήταν συνδεμένες με τον Ναό και προορισμένες για την ιερατική τάξη, προσανατολίστηκε προς μια πιο πνευματική λατρεία, την οποία όλος ο λαός του Ισραήλ απέδιδε στον Θεό ως «βασίλειον ιεράτευμα». Στο περιβάλλον επίσης της σ. ο Ιησούς και ύστερα οι Απόστολοι κήρυξαν επανειλημμένα το Ευαγγέλιο. Οι τελετουργίες της σ. συνίστανται στην ανάγνωση μιας περικοπής της Πεντατεύχου, σε μια ανάγνωση των προφητών, που λέγεται χαφταρά, και στην απαγγελία προσευχών, μεταξύ των οποίων πολυάριθμοι ψαλμοί. Αρχιτεκτονικά η σ. είχε τετράγωνο σχήμα, αλλά αργότερα, με την επίδραση της χριστιανικής αρχιτεκτονικής, πήρε το σχήμα των αρχαίων βασιλικών. Η κυριότερη επίπλωση της σ. ήταν η ιερή σκευοθήκη ή κιβωτός, όπου φυλάσσονταν οι κύλινδροι του νόμου. Ήταν τοποθετημένη σε μια μικρή οικοδομή που προστατευόταν με κάλυμμα και φωτιζόταν από εφτάφωτες λυχνίες. Κεφαλή της σ. ήταν ο αρχισυνάγωγος, ένας πρεσβύτερος βοηθούμενος από έναν ιεροφύλκα «λειτουργό», ο οποίος σήμαινε τη σάλπιγγα στην αρχή και στο τέλος της ανάπαυσης του Σαββάτου, εκτελούσε τις μαστιγώσεις των καταδικασμένων από το τοπικό συνέδριο και έκανε χρέη δάσκαλου στα σχολεία των αγοριών. Για να είναι μια συγκέντρωση κανονική, ήταν απαραίτητο να παρευρίσκονται τουλάχιστον 10 άτομα. Οι συγκεντρώσεις γίνονταν και γίνονται το Σάββατο και τις γιορτές και κατ’ αυτές οι συνερχόμενοι στρέφουν το πρόσωπο τους προς την Ιερουσαλήμ. Tα ερείπια της συναγωγής της Καπερναούμ στην Παλαιστίνη, δίνουν μια αμυδρά εικόνα της αρχιτεκτονικής των συναγωγών στον 2o και 3o αι. μ.Χ. Στη φωτογραφία, τμήμα διακοσμητικού γλυπτικού. Η συναγωγή του Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ, κτίριο που συνδυάζει την κλασική παράδοση συναγωγών με τις απαιτήσεις της μοντέρνας τέχνης, στην πιο τολμηρή μορφή της. Γενική άποψη συναγωγής στη Φρανκφούρτη (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναγωγή Α [συνάγω]
1. (για πρόσ. και για πράγμ.) συνάθροιση, σύναξη, συγκέντρωση (α. «περατώθηκε η συναγωγή τής ύλης» β. «ἡ τῶν τοιούτων ἀνδρῶν συναγωγή», Διογ. Λαέρ.
γ. «ἐγίγνοντο ἐπιμελεῑς περὶ συναγωγὴν χρημάτων», Πολ.)
2. συγκομιδή, μάζεμα, συσσώρευση («τὴν συναγωγὴν τῶν... καρπῶν ποιοῡντας», Διόδ.)
3. ιερός χώρος συγκέντρωσης τών Ιουδαίων για την τέλεση τών θρησκευτικών τους καθηκόντων καθώς και το αντίστοιχο κτήριο, χάβρα
αρχ.
1. τόπος σύσκεψης, συνεδρίου
2. συνέλευση («τῶν λογιστῶν συναγωγή», επιγρ.)
3. σύναψη, ένωση («διὰ τὴν ἄδικον ξυναγωγὴν ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ᾗ δὴ προαγωγεία ὄνομα», Πλάτ.)
4. σωρός («ἐπὶ συναγωγὴν λίθων κοιμᾱται», ΠΔ)
5. (για συγγράμματα) συλλογή («Ἡρακλείδης ἐν τῇ συναγωγῇ τῶν ἐν μουσικῇ», Πλούτ.)
6. σύμπτυξη («συναγωγὰς καὶ ἐκτάσεις στρατιᾱς» — οι σχηματισμοί τού στρατεύματος κατά φάλαγγα ή κατά παράταξη, Πλάτ.)
7. συστολή («συναγωγαὶ μετώπου» — οι ρυτίδες τού δέρματος τού μετώπου, Ιπποκρ.)
8. πλησίασμα, προσέγγιση («συναγωγὴ τῶν μηρῶν», Σωρ.)
9. (για τραύματα) επούλωση
10. κατασκευή που απολήγει σε οξύ
11. συμπέρασμα («ὁ γὰρ ἔλεγχος συναγωγὴ τῶν ἀντικειμένων ἐστίν», Αριστοτ.)
12. ισχυρό επιχείρημα
13. απόδειξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συναγωγή — a bringing together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγή — η 1. συγκέντρωση, μάζεμα: Συναγωγή λέξεων. 2. άθροισμα ατόμων ή πραγμάτων: Στη συναγωγή μίλησε ο αρχηγός τους. 3. τόπος συνάθροισης και κοινής προσευχής των Ιουδαίων, η χάβρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναγωγῇ — συναγωγῆι , συναγωγεύς one who brings together masc dat sg (epic ionic) συναγωγή a bringing together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναγωγή — συναγωγή , συναγωγή a bringing together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγαῖς — συναγωγή a bringing together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγαί — συναγωγή a bringing together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγήν — συναγωγή a bringing together fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγῶν — συναγωγή a bringing together fem gen pl συναγωγός bringing together masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχισυνάγωγος — Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”